- υφόρμισις
- -ίσεως, ἡ, Α [ὑφορμίζω]1. προσόρμιση πλοίου2. (κυρίως) όρμος, λιμάνι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑφόρμισις — ὕφορμος anchorage fem nom sg ὑφόρμισις harbour fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)